щегольнуть - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

щегольнуть - translation to γαλλικά


щегольнуть      
см. щеголять
parader      
красоваться; демонстрировать себя; щеголять/щегольнуть (+ I);
parader dans les salons - красоваться в гостиных;
faire parader son cheval - гарцевать на коне
faire montre de ...      
1) показывать; проявлять
Il s'envoie à lui-même une lettre de menaces destinée à justifier les craintes dont il fera montre et les précautions que ça entraîne. (L. Malet, Gros plan de macchabée.) — Жюльен Фаберо посылает сам себе письмо с угрозами его жизни, которое он покажет в оправдание своих опасений и принятых им мер.
2) выставлять напоказ; хвастать, щеголять
Il était heureux de faire montre de son crédit. (R. Rolland, La Foire sur la place.) — Кон был счастлив щегольнуть своим влиянием.

Ορισμός

щегольнуть
сов. неперех.
1) Однокр. к глаг.: щеголять (1*).
2) см. также щеголять (1*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για щегольнуть
1. Вам тоже захотелось щегольнуть изысканно-старинным выговором?
2. И любил щегольнуть - всегда выглядел подтянутым, спортивным.
3. Экстремалки могут щегольнуть в ботинках, копирующих мужские.
4. Поубавилось любителей щегольнуть геростратовой славой своей причастности к Беловежскому сговору.
5. Он и сейчас любит щегольнуть знанием русских слов.